παρατρώγω — ΝΜΑ, παρατρώω Ν νεοελλ. τρώγω υπερβολικά, ντερλικώνω (μσν αρχ.) (κυριολ. και μτφ.) δαγκώνω, τσιμπώ κρυφά στο πλάι, στην άκρη, κόβω με τα δόντια κάτι (α. «τίς τῆς ἐλάας παρέτραγεν;», Αριστοφ. β. «δικαστηρίων παρατρώγειν», Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek
παρατρώγω — παράφαγα, παραφαγωμένος, τρώγω υπερβολικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρατρώγει — παρατρώγω nibble at pres ind mp 2nd sg παρατρώγω nibble at pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατρώγουσι — παρατρώγω nibble at pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρατρώγω nibble at pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέτραγον — παρατρώγω nibble at aor ind act 3rd pl παρατρώγω nibble at aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέτρωγον — παρατρώγω nibble at imperf ind act 3rd pl παρατρώγω nibble at imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατετρώχθω — παρατρώγω nibble at perf imperat mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατραγόντες — παρατρώγω nibble at aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατρώγουσα — παρατρώγω nibble at pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατρώγουσαι — παρατρώγω nibble at pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρέτραγε — παρατρώγω nibble at aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)